ἐργασμένα

ἐργασμένα
ἐργάζομαι
work
perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic)
ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι
work
perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic)
ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι
work
perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχελαίος πολιτισμός — Πολιτισμός της παλαιάς λίθινης ή παλαιολιθικής εποχής, που αντιπροσωπεύεται, όπως και στην προηγούμενη αμπεβίλιο ή χελαία βαθμίδα, από ιδιαίτερα εργαλεία από πυρίτιο που λέγονται αμύγδαλα λόγω του αμυγδαλοειδούς σχήματός τους. Τα εργαλεία αυτά,… …   Dictionary of Greek

  • ἐργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl (ionic) ἐργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”